Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
View word page
προαποκληρόομαι
προαποκληρόομαι to be allotted beforehand, Luc.

ShortDef

to be allotted beforehand

Debugging

Headword:
προαποκληρόομαι
Headword (normalized):
προαποκληρόομαι
Headword (normalized/stripped):
προαποκληροομαι
IDX:
27335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27367
Key:
proapoklhro/omai

Data

{'content': 'προαποκληρόομαι\n to be allotted beforehand, Luc.', 'key': 'proapoklhro/omai'}