Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
View word page
προαποκάμνω
προαποκάμνω fut. -καμοῦμαι aor2 -έκαμον to grow tired before the end, give up the task of doing, c. inf., Plat.; c. gen., Plut.

ShortDef

to grow tired before the end, give up the task

Debugging

Headword:
προαποκάμνω
Headword (normalized):
προαποκάμνω
Headword (normalized/stripped):
προαποκαμνω
IDX:
27334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27366
Key:
proapoka/mnw

Data

{'content': 'προαποκάμνω\n fut. -καμοῦμαι\n aor2 -έκαμον\n to grow tired before the end, give up the task of doing, c. inf., Plat.; c. gen., Plut.', 'key': 'proapoka/mnw'}