Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
View word page
προαποθρηνέω
προαποθρηνέω fut. ήσω to bewail beforehand, Plut.

ShortDef

to bewail beforehand

Debugging

Headword:
προαποθρηνέω
Headword (normalized):
προαποθρηνέω
Headword (normalized/stripped):
προαποθρηνεω
IDX:
27333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27365
Key:
proapoqrhne/w

Data

{'content': 'προαποθρηνέω\n fut. ήσω\n to bewail beforehand, Plut.', 'key': 'proapoqrhne/w'}