Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
View word page
προαπέρχομαι
προαπέρχομαι fut. -απελεύσομαι aor2 -απῆλθον Dep.: to go away before, Thuc., Dem.
ShortDef
to go away before
Debugging
Headword:
προαπέρχομαι
Headword (normalized):
προαπέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προαπερχομαι
IDX:
27329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27361
Key:
proape/rxomai
Data
{'content': 'προαπέρχομαι\n fut. -απελεύσομαι\n aor2 -απῆλθον\n Dep.: to go away before, Thuc., Dem.', 'key': 'proape/rxomai'}