Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
View word page
προαπεῖπον
προαπεῖπον aor2 of ἀπαγορεύω to give in or fail before, Isocr.; perf. προαπείρηκα Isocr.

ShortDef

to give in

Debugging

Headword:
προαπεῖπον
Headword (normalized):
προαπεῖπον
Headword (normalized/stripped):
προαπειπον
IDX:
27328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27360
Key:
proapei=pon

Data

{'content': 'προαπεῖπον\n aor2 of ἀπαγορεύω\n to give in or fail before, Isocr.; perf. προαπείρηκα Isocr.', 'key': 'proapei=pon'}