Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλεκτος
View word page
ἀνεπαχθής
ἀνεπαχθής not burdensome, without offence, Plut., Luc.:—adv. -θῶς, Thuc.
ShortDef
not burdensome, without offence
Debugging
Headword:
ἀνεπαχθής
Headword (normalized):
ἀνεπαχθής
Headword (normalized/stripped):
ανεπαχθης
IDX:
2735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2736
Key:
a)nepaxqh/s
Data
{'content': 'ἀνεπαχθής\n not burdensome, without offence, Plut., Luc.:—adv. -θῶς, Thuc.', 'key': 'a)nepaxqh/s'}