Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
View word page
προανύτω
προανύτω fut. ύσω to accomplish before, Xen.

ShortDef

to accomplish before

Debugging

Headword:
προανύτω
Headword (normalized):
προανύτω
Headword (normalized/stripped):
προανυτω
IDX:
27324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27356
Key:
proanu/tw

Data

{'content': 'προανύτω\n fut. ύσω\n to accomplish before, Xen.', 'key': 'proanu/tw'}