Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
View word page
προαναστέλλω
προαναστέλλω fut. -στελῶ to check beforehand, Plut.

ShortDef

to check beforehand

Debugging

Headword:
προαναστέλλω
Headword (normalized):
προαναστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προαναστελλω
IDX:
27321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27353
Key:
proanaste/llw

Data

{'content': 'προαναστέλλω\n fut. -στελῶ\n to check beforehand, Plut.', 'key': 'proanaste/llw'}