προαναρπάζω
προαναρπάζω
fut. σω
fut. ξω
to carry off or arrest beforehand, Dem.; πρ. τῆς παρασκευῆς ἀναρπάζειν πρὸ τῆς παρασκευῆς, Plut.
{
"content": "προαναρπάζω\n fut. σω\n fut. ξω\n to carry off or arrest beforehand, Dem.; πρ. τῆς παρασκευῆς ἀναρπάζειν πρὸ τῆς παρασκευῆς, Plut.",
"key": "proanarpa/zw"
}