Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
View word page
προαναρπάζω
προαναρπάζω fut. σω fut. ξω to carry off or arrest beforehand, Dem.; πρ. τῆς παρασκευῆς ἀναρπάζειν πρὸ τῆς παρασκευῆς, Plut.
ShortDef
to carry off
Debugging
Headword:
προαναρπάζω
Headword (normalized):
προαναρπάζω
Headword (normalized/stripped):
προαναρπαζω
IDX:
27320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27352
Key:
proanarpa/zw
Data
{'content': 'προαναρπάζω\n fut. σω\n fut. ξω\n to carry off or arrest beforehand, Dem.; πρ. τῆς παρασκευῆς ἀναρπάζειν πρὸ τῆς παρασκευῆς, Plut.', 'key': 'proanarpa/zw'}