Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
View word page
προανακρίνω
προανακρίνω fut. -κρινῶ to examine before, of the measures to be submitted to the vote of the people, Arist.

ShortDef

to examine before

Debugging

Headword:
προανακρίνω
Headword (normalized):
προανακρίνω
Headword (normalized/stripped):
προανακρινω
IDX:
27318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27350
Key:
proanakri/nw

Data

{'content': 'προανακρίνω\n fut. -κρινῶ\n to examine before, of the measures to be submitted to the vote of the people, Arist.', 'key': 'proanakri/nw'}