Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προάπειμι
View word page
προανακινέω
προανακινέω fut. ήσω to stir up before, Plut. absol. to make previous movements, Arist.
ShortDef
to stir up before
Debugging
Headword:
προανακινέω
Headword (normalized):
προανακινέω
Headword (normalized/stripped):
προανακινεω
IDX:
27317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27349
Key:
proanakine/w
Data
{'content': 'προανακινέω\n fut. ήσω\n to stir up before, Plut.\n absol. to make previous movements, Arist.', 'key': 'proanakine/w'}