Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
View word page
προαναισιμόω
προαναισιμόω fut. ώσω to use up, spend before: Pass., perf. -ανῃσίμωμαι, Ionic -αναισίμωμαι, ἐν τῷ προαναισιμωμένῳ χρόνῳ πρότερον ἢ ἐμὲ γενέσθαι in times past before I was born, Hdt.

ShortDef

to use up, spend before

Debugging

Headword:
προαναισιμόω
Headword (normalized):
προαναισιμόω
Headword (normalized/stripped):
προαναισιμοω
IDX:
27316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27348
Key:
proanaisimo/w

Data

{'content': 'προαναισιμόω\n fut. ώσω\n to use up, spend before: Pass., perf. -ανῃσίμωμαι, Ionic -αναισίμωμαι, ἐν τῷ προαναισιμωμένῳ χρόνῳ πρότερον ἢ ἐμὲ γενέσθαι in times past before I was born, Hdt.', 'key': 'proanaisimo/w'}