Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
προαπαγορεύω
View word page
προαναιρέω
προαναιρέω fut. ήσω aor2 -ανεῖλον to take away before, Dem.: to refute by anticipation, Arist.
ShortDef
to take away before
Debugging
Headword:
προαναιρέω
Headword (normalized):
προαναιρέω
Headword (normalized/stripped):
προαναιρεω
IDX:
27315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27347
Key:
proanaire/w
Data
{'content': 'προαναιρέω\n fut. ήσω\n aor2 -ανεῖλον\n to take away before, Dem.: to refute by anticipation, Arist.', 'key': 'proanaire/w'}