Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανύτω
View word page
προανάγω
προανάγω to lead up before:—Pass. to put to sea before, Thuc.
ShortDef
to lead up before
Debugging
Headword:
προανάγω
Headword (normalized):
προανάγω
Headword (normalized/stripped):
προαναγω
IDX:
27314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27346
Key:
proana/gw
Data
{'content': 'προανάγω\n to lead up before:—Pass. to put to sea before, Thuc.', 'key': 'proana/gw'}