Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
προαναρπάζω
προαναστέλλω
προαναφωνέω
View word page
προαναβαίνω
προαναβαίνω fut. -βήσομαι to ascend before, so as to preoccupy, τὸν λόφον Thuc.

ShortDef

to ascend before

Debugging

Headword:
προαναβαίνω
Headword (normalized):
προαναβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προαναβαινω
IDX:
27312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27344
Key:
proanabai/nw

Data

{'content': 'προαναβαίνω\n fut. -βήσομαι\n to ascend before, so as to preoccupy, τὸν λόφον Thuc.', 'key': 'proanabai/nw'}