Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
προαναλίσκω
View word page
προαλίσκομαι
προαλίσκομαι fut. -αλώσομαι aor2 -εάλων aor2 -ήλων perf. -εάλωκα perf -ήλωκα Pass: to be convicted beforehand, Dem.
ShortDef
to be convicted beforehand
Debugging
Headword:
προαλίσκομαι
Headword (normalized):
προαλίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
προαλισκομαι
IDX:
27309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27341
Key:
proali/skomai
Data
{'content': 'προαλίσκομαι\n fut. -αλώσομαι\n aor2 -εάλων\n aor2 -ήλων\n perf. -εάλωκα\n perf -ήλωκα\n Pass: to be convicted beforehand, Dem.', 'key': 'proali/skomai'}