Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
προανακρίνω
View word page
προαλής
προαλής προ-ᾰλής, ές ἄλλομαι springing forward, i. e. overhanging, abrupt, Il. metaph. = προπετής:— comp. adv., προαλέστερον more eagerly, Strab.
ShortDef
springing forward
Debugging
Headword:
προαλής
Headword (normalized):
προαλής
Headword (normalized/stripped):
προαλης
IDX:
27308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27340
Key:
proalh/s
Data
{'content': 'προαλής\n προ-ᾰλής, ές\n ἄλλομαι\n springing forward, i. e. overhanging, abrupt, Il.\n metaph. = προπετής:— comp. adv., προαλέστερον more eagerly, Strab.', 'key': 'proalh/s'}