Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
προαναισιμόω
προανακινέω
View word page
προακούω
προακούω fut. -ακούσομαι perf. -ακήκοα to hear beforehand, Hdt., Attic
ShortDef
to hear beforehand
Debugging
Headword:
προακούω
Headword (normalized):
προακούω
Headword (normalized/stripped):
προακουω
IDX:
27307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27339
Key:
proakou/w
Data
{'content': 'προακούω\n fut. -ακούσομαι\n perf. -ακήκοα\n to hear beforehand, Hdt., Attic', 'key': 'proakou/w'}