Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
προαναιρέω
View word page
προαιτιάομαι
προαιτιάομαι Dep. to accuse beforehand, τινα εἶναι NTest.

ShortDef

to accuse beforehand

Debugging

Headword:
προαιτιάομαι
Headword (normalized):
προαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
προαιτιαομαι
IDX:
27305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27337
Key:
proaitia/omai

Data

{'content': 'προαιτιάομαι\n Dep. to accuse beforehand, τινα εἶναι NTest.', 'key': 'proaitia/omai'}