Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγω
View word page
προαισθάνομαι
προαισθάνομαι fut. -αισθήσομαι aor2 -ῃσθόμην Dep. to perceive or observe beforehand, Thuc., Xen.; πρ. τινος to become aware of a thing beforehand, Thuc.

ShortDef

to perceive

Debugging

Headword:
προαισθάνομαι
Headword (normalized):
προαισθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
προαισθανομαι
IDX:
27304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27336
Key:
proaisqa/nomai

Data

{'content': 'προαισθάνομαι\n fut. -αισθήσομαι\n aor2 -ῃσθόμην\n Dep. to perceive or observe beforehand, Thuc., Xen.; πρ. τινος to become aware of a thing beforehand, Thuc.', 'key': 'proaisqa/nomai'}