Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαγωγός
προαγωνιστέος
προαγωνιστής
προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμύνομαι
View word page
προαιρετικός
προαιρετικός προαιρετικός, ή, όν προαιρέομαι inclined to prefer, deliberately choosing a thing, c. gen., Arist. absol. purposing, intentional, Arist.

ShortDef

inclined to prefer, deliberately choosing

Debugging

Headword:
προαιρετικός
Headword (normalized):
προαιρετικός
Headword (normalized/stripped):
προαιρετικος
IDX:
27301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27333
Key:
proairetiko/s

Data

{'content': 'προαιρετικός\n προαιρετικός, ή, όν\n προαιρέομαι\n inclined to prefer, deliberately choosing a thing, c. gen., Arist.\n absol. purposing, intentional, Arist.', 'key': 'proairetiko/s'}