Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαγωγή
προαγωγός
προαγωνιστέος
προαγωνιστής
προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
View word page
προαιρετέος
προαιρετέος προαιρετέος, ον, verb. adj. from προαιρέομαι one must choose, prefer, Plat.

ShortDef

one must choose, prefer

Debugging

Headword:
προαιρετέος
Headword (normalized):
προαιρετέος
Headword (normalized/stripped):
προαιρετεος
IDX:
27300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27332
Key:
proairete/os

Data

{'content': 'προαιρετέος\n προαιρετέος, ον,\n verb. adj. from προαιρέομαι\n one must choose, prefer, Plat.', 'key': 'proairete/os'}