Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγός
προαγωνιστέος
προαγωνιστής
προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαιτιάομαι
προακοντίζομαι
View word page
προαιδέομαι
προαιδέομαι Ionic -εῦμαι Ionic 3rd pl. plup. -ῃδεᾴτο Dep.:— to owe one special respect, be under obligations to one, c. dat., Hdt.
ShortDef
to owe
Debugging
Headword:
προαιδέομαι
Headword (normalized):
προαιδέομαι
Headword (normalized/stripped):
προαιδεομαι
IDX:
27296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27328
Key:
proaide/omai
Data
{'content': 'προαιδέομαι\n Ionic -εῦμαι\n Ionic 3rd pl. plup. -ῃδεᾴτο\n Dep.:— to owe one special respect, be under obligations to one, c. dat., Hdt.', 'key': 'proaide/omai'}