Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προάγνυμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγός
προαγωνιστέος
προαγωνιστής
προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
View word page
προαδικέω
προαδικέω fut. ήσω to be the first in wronging:— Pass. to be wronged before or first, Dem., Aeschin.

ShortDef

to be the first in wronging

Debugging

Headword:
προαδικέω
Headword (normalized):
προαδικέω
Headword (normalized/stripped):
προαδικεω
IDX:
27294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27326
Key:
proadike/w

Data

{'content': 'προαδικέω\n fut. ήσω\n to be the first in wronging:— Pass. to be wronged before or first, Dem., Aeschin.', 'key': 'proadike/w'}