Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προάγγελσις
προάγνυμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγός
προαγωνιστέος
προαγωνιστής
προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
View word page
προαγωνιστής
προαγωνιστής προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ, one who fights for another, a champion, Plut.

ShortDef

one who fights for

Debugging

Headword:
προαγωνιστής
Headword (normalized):
προαγωνιστής
Headword (normalized/stripped):
προαγωνιστης
IDX:
27293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27325
Key:
proagwnisth/s

Data

{'content': 'προαγωνιστής\n προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,\n one who fights for another, a champion, Plut.', 'key': 'proagwnisth/s'}