Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρίω
προάγγελσις
προάγνυμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγός
προαγωνιστέος
προαγωνιστής
προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
προαιρετός
View word page
προαγωνιστέος
προαγωνιστέος προᾰγωνιστέος, ον, verb. adj. of προαγωνίζομαι, Plat.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προαγωνιστέος
Headword (normalized):
προαγωνιστέος
Headword (normalized/stripped):
προαγωνιστεος
IDX:
27292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27324
Key:
proagwniste/os
Data
{'content': 'προαγωνιστέος\n προᾰγωνιστέος, ον,\n verb. adj. of προαγωνίζομαι, Plat.', 'key': 'proagwniste/os'}