Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρίων2
πρίω
προάγγελσις
προάγνυμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγός
προαγωνιστέος
προαγωνιστής
προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
προαιρετικός
View word page
προαγωγός
προαγωγός προάγω one who leads on: a pander, pimp, procurer, Ar., Aeschin. a negotiator, Xen.

ShortDef

one who leads on: a pander, pimp, procurer

Debugging

Headword:
προαγωγός
Headword (normalized):
προαγωγός
Headword (normalized/stripped):
προαγωγος
IDX:
27291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27323
Key:
proagwgo/s

Data

{'content': 'προαγωγός\n προάγω\n one who leads on: a pander, pimp, procurer, Ar., Aeschin.\n a negotiator, Xen.', 'key': 'proagwgo/s'}