Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρίων
πρίων2
πρίω
προάγγελσις
προάγνυμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγός
προαγωνιστέος
προαγωνιστής
προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
προαιρετέος
View word page
προαγωγή
προαγωγή προᾰγωγή, ἡ, προάγω a leading on, promotion, rank, eminence, Polyb.

ShortDef

a leading on, promotion, rank, eminence

Debugging

Headword:
προαγωγή
Headword (normalized):
προαγωγή
Headword (normalized/stripped):
προαγωγη
IDX:
27290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27322
Key:
proagwgh/

Data

{'content': 'προαγωγή\n προᾰγωγή, ἡ,\n προάγω\n a leading on, promotion, rank, eminence, Polyb.', 'key': 'proagwgh/'}