Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πριστός
πρίων
πρίων2
πρίω
προάγγελσις
προάγνυμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγός
προαγωνιστέος
προαγωνιστής
προαδικέω
προᾴδω
προαιδέομαι
προαγών
προαγωνίζομαι
προαίρεσις
View word page
προαγωγεύω
προαγωγεύω fut. σω προαγωγός to prostitute, Lex ap. Aeschin. metaph., πρ. ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς Ar.
ShortDef
to prostitute
Debugging
Headword:
προαγωγεύω
Headword (normalized):
προαγωγεύω
Headword (normalized/stripped):
προαγωγευω
IDX:
27289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27321
Key:
proagwgeu/w
Data
{'content': 'προαγωγεύω\n fut. σω\n προαγωγός\n to prostitute, Lex ap. Aeschin.\n metaph., πρ. ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς Ar.', 'key': 'proagwgeu/w'}