Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
View word page
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσθητος ἐπαισθάνομαι unperceived, imperceptible, Plut., Luc.
ShortDef
unperceived, imperceptible
Debugging
Headword:
ἀνεπαίσθητος
Headword (normalized):
ἀνεπαίσθητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπαισθητος
IDX:
2731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2732
Key:
a)nepai/sqhtos
Data
{'content': 'ἀνεπαίσθητος\n ἐπαισθάνομαι\n unperceived, imperceptible, Plut., Luc.', 'key': 'a)nepai/sqhtos'}