Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πριαμίδης
Πριαμικός
Πρίαμος
Πρίαπος
πρινίδιον
πρίνινος
πρῖνος
πρίν
πρινώδης
πριονώδης
πριστήρ
πριστός
πρίων
πρίων2
πρίω
προάγγελσις
προάγνυμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
προάγω
προαγωγεία
View word page
πριστήρ
πριστήρ πριστήρ, ῆρος, ὁ, πρίω a saw: πριστῆρες ὀδόντες the incisors, Anth.

ShortDef

a saw

Debugging

Headword:
πριστήρ
Headword (normalized):
πριστήρ
Headword (normalized/stripped):
πριστηρ
IDX:
27278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27310
Key:
pristh/r

Data

{'content': 'πριστήρ\n πριστήρ, ῆρος, ὁ,\n πρίω\n a saw: πριστῆρες ὀδόντες the incisors, Anth.', 'key': 'pristh/r'}