Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
View word page
ἀνέορτος
ἀνέορτος ἑορτή without festival, c. gen., ἀν. ἱερῶν without share in festal rites, Eur.

ShortDef

without festival

Debugging

Headword:
ἀνέορτος
Headword (normalized):
ἀνέορτος
Headword (normalized/stripped):
ανεορτος
IDX:
2730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2731
Key:
a)ne/ortos

Data

{'content': 'ἀνέορτος\n ἑορτή\n without festival, c. gen., ἀν. ἱερῶν without share in festal rites, Eur.', 'key': 'a)ne/ortos'}