Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρηών
πρίασθαι
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πρίαμος
Πρίαπος
πρινίδιον
πρίνινος
πρῖνος
πρίν
πρινώδης
πριονώδης
πριστήρ
πριστός
πρίων
πρίων2
πρίω
προάγγελσις
προάγνυμι
προαγόρευσις
προαγορεύω
View word page
πρινώδης
πρινώδης πρῑν-ώδης, ες εἶδος tough as oak, Ar.
ShortDef
tough as oak
Debugging
Headword:
πρινώδης
Headword (normalized):
πρινώδης
Headword (normalized/stripped):
πρινωδης
IDX:
27276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27308
Key:
prinw/dhs
Data
{'content': 'πρινώδης\n πρῑν-ώδης, ες\n εἶδος\n tough as oak, Ar.', 'key': 'prinw/dhs'}