Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρημαίνω
πρηνής
πρηνίζω
πρηστήρ
πρηών
πρίασθαι
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πρίαμος
Πρίαπος
πρινίδιον
πρίνινος
πρῖνος
πρίν
πρινώδης
πριονώδης
πριστήρ
πριστός
πρίων
πρίων2
πρίω
View word page
πρινίδιον
πρινίδιον πρῑνίδιον (νῐ), ου, τό, Dim. of πρῖνος, Ar.
ShortDef
little oak
Debugging
Headword:
πρινίδιον
Headword (normalized):
πρινίδιον
Headword (normalized/stripped):
πρινιδιον
IDX:
27272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27304
Key:
prini/dion
Data
{'content': 'πρινίδιον\n πρῑνίδιον (νῐ), ου, τό,\n Dim. of πρῖνος, Ar.', 'key': 'prini/dion'}