Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρήθω
πρημαίνω
πρηνής
πρηνίζω
πρηστήρ
πρηών
πρίασθαι
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πρίαμος
Πρίαπος
πρινίδιον
πρίνινος
πρῖνος
πρίν
πρινώδης
πριονώδης
πριστήρ
πριστός
πρίων
πρίων2
View word page
Πρίαπος
Πρίαπος Πρίᾱπος, Ionic Πρίηπος, ὁ, Priapus, the god of gardens and vineyards, and generally of country life, Luc.:— adj. Πρῑάπειος, η, ον, Anth. πρίν (ῐ), adv.

ShortDef

Priapus

Debugging

Headword:
Πρίαπος
Headword (normalized):
πρίαπος
Headword (normalized/stripped):
πριαπος
IDX:
27271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27303
Key:
*pri/apos

Data

{'content': 'Πρίαπος\n Πρίᾱπος, Ionic Πρίηπος, ὁ,\n Priapus, the god of gardens and vineyards, and generally of country life, Luc.:— adj. Πρῑάπειος, η, ον, Anth.\n πρίν (ῐ), adv.', 'key': '*pri/apos'}