Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρηγορεών
πρήθω
πρημαίνω
πρηνής
πρηνίζω
πρηστήρ
πρηών
πρίασθαι
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πρίαμος
Πρίαπος
πρινίδιον
πρίνινος
πρῖνος
πρίν
πρινώδης
πριονώδης
πριστήρ
πριστός
πρίων
View word page
Πρίαμος
Πρίαμος Priam, Il., etc.; prob. a chief, king, prob. from πρό.

ShortDef

Priam

Debugging

Headword:
Πρίαμος
Headword (normalized):
πρίαμος
Headword (normalized/stripped):
πριαμος
IDX:
27270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27302
Key:
*pri/amos

Data

{'content': 'Πρίαμος\n Priam, Il., etc.; prob. a chief, king, \n prob. from πρό.', 'key': '*pri/amos'}