Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιείκεια
View word page
ἀνέξοδος
ἀνέξοδος with no outlet, allowing no return, Lat. irremeabilis, Theocr.

ShortDef

with no outlet, allowing no return

Debugging

Headword:
ἀνέξοδος
Headword (normalized):
ἀνέξοδος
Headword (normalized/stripped):
ανεξοδος
IDX:
2729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2730
Key:
a)ne/codos

Data

{'content': 'ἀνέξοδος\n with no outlet, allowing no return, Lat. irremeabilis, Theocr.', 'key': 'a)ne/codos'}