Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
View word page
ἀγριάς
ἀγριάς = ἀγρία pecul. fem. of ἄγριος wild, ἄμπελον ἀγριάδα Anth.
ShortDef
wild
Debugging
Headword:
ἀγριάς
Headword (normalized):
ἀγριάς
Headword (normalized/stripped):
αγριας
IDX:
273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n273
Key:
a)gria/s
Data
{'content': 'ἀγριάς\n = ἀγρία\n pecul. fem. of ἄγριος\n wild, ἄμπελον ἀγριάδα Anth.', 'key': 'a)gria/s'}