Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγορεών
πρήθω
πρημαίνω
πρηνής
πρηνίζω
πρηστήρ
πρηών
πρίασθαι
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πρίαμος
Πρίαπος
πρινίδιον
πρίνινος
πρῖνος
πρίν
πρινώδης
πριονώδης
View word page
πρίασθαι
πρίασθαι περάω to have a thing sold to one, to buy, purchase, Hom., Attic; c. dat. pretii, πρ. κτεάτεσσιν ἑοῖσιν to buy with oneʼs money, Od.; c. gen., πρ. θανάτοιο to purchase by his death, Pind.; πρ. τι ταλάντου Xen.; π. πολλοῦ Xen.; metaph., οὐδενὸς λόγου πρίασθαι to buy at no price, Soph.; πρ. τι παρά τινος Hdt.:—πρ. τίμιον τοὔλαιον to buy it dear, Ar. to farm a tax, Xen.

ShortDef

to buy

Debugging

Headword:
πρίασθαι
Headword (normalized):
πρίασθαι
Headword (normalized/stripped):
πριασθαι
IDX:
27267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27299
Key:
pri/amai

Data

{'content': 'πρίασθαι\n περάω\n to have a thing sold to one, to buy, purchase, Hom., Attic; c. dat. pretii, πρ. κτεάτεσσιν ἑοῖσιν to buy with oneʼs money, Od.; c. gen., πρ. θανάτοιο to purchase by his death, Pind.; πρ. τι ταλάντου Xen.; π. πολλοῦ Xen.; metaph., οὐδενὸς λόγου πρίασθαι to buy at no price, Soph.; πρ. τι παρά τινος Hdt.:—πρ. τίμιον τοὔλαιον to buy it dear, Ar.\n to farm a tax, Xen.', 'key': 'pri/amai'}