Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρεσβύτης
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγορεών
πρήθω
πρημαίνω
πρηνής
πρηνίζω
πρηστήρ
πρηών
πρίασθαι
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πρίαμος
Πρίαπος
πρινίδιον
πρίνινος
πρῖνος
View word page
πρηνίζω
πρηνίζω from πρηνής πρηνίζω, to throw headlong:—Pass. to fall headlong, πρηνιχθείς Anth.

ShortDef

to throw headlong (LSJ πρανίζω)

Debugging

Headword:
πρηνίζω
Headword (normalized):
πρηνίζω
Headword (normalized/stripped):
πρηνιζω
IDX:
27264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27296
Key:
prhni/zw

Data

{'content': 'πρηνίζω\n from πρηνής\n πρηνίζω,\n to throw headlong:—Pass. to fall headlong, πρηνιχθείς Anth.', 'key': 'prhni/zw'}