Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγορεών
πρήθω
πρημαίνω
πρηνής
πρηνίζω
πρηστήρ
πρηών
πρίασθαι
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πρίαμος
Πρίαπος
πρινίδιον
View word page
πρημαίνω
πρημαίνω πρημαίνω, πρήθω to blow hard, Ar.
ShortDef
to blow hard
Debugging
Headword:
πρημαίνω
Headword (normalized):
πρημαίνω
Headword (normalized/stripped):
πρημαινω
IDX:
27262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27294
Key:
prhmai/nw
Data
{'content': 'πρημαίνω\n πρημαίνω,\n πρήθω\n to blow hard, Ar.', 'key': 'prhmai/nw'}