Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγορεών
πρήθω
πρημαίνω
πρηνής
πρηνίζω
πρηστήρ
πρηών
πρίασθαι
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πρίαμος
Πρίαπος
View word page
πρήθω
πρήθω no perf. in use. to blow up, swell out by blowing, ἔπρησεν δʼ ἄνεμος μέσον ἱστίον Od. to blow out, drive out by blowing, τὸ δʼ αἷμα ἀνὰ στόμα πρῆσε he blew a shower of blood through his mouth, Il.

ShortDef

to blow up, swell out by blowing

Debugging

Headword:
πρήθω
Headword (normalized):
πρήθω
Headword (normalized/stripped):
πρηθω
IDX:
27261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27293
Key:
prh/qw

Data

{'content': 'πρήθω\n no perf. in use.\n to blow up, swell out by blowing, ἔπρησεν δʼ ἄνεμος μέσον ἱστίον Od.\n to blow out, drive out by blowing, τὸ δʼ αἷμα ἀνὰ στόμα πρῆσε he blew a shower of blood through his mouth, Il.', 'key': 'prh/qw'}