Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγορεών
πρήθω
πρημαίνω
πρηνής
πρηνίζω
πρηστήρ
πρηών
πρίασθαι
Πριαμίδης
View word page
πρευμενής
πρευμενής πρευμενής, ές πρᾶος, μένος poet. adj. gentle of mood, friendly, gracious, favourable, Aesch., Eur.:—adv. -νῶς, Aesch. propitiatory, Aesch.

ShortDef

gentle of mood, friendly, gracious, favourable

Debugging

Headword:
πρευμενής
Headword (normalized):
πρευμενής
Headword (normalized/stripped):
πρευμενης
IDX:
27258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27290
Key:
preumenh/s

Data

{'content': 'πρευμενής\n πρευμενής, ές\n πρᾶος, μένος\n poet. adj. gentle of mood, friendly, gracious, favourable, Aesch., Eur.:—adv. -νῶς, Aesch.\n propitiatory, Aesch.', 'key': 'preumenh/s'}