Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγορεών
πρήθω
πρημαίνω
πρηνής
πρηνίζω
πρηστήρ
πρηών
View word page
πρεσβῦτις
πρεσβῦτις πρεσβῦτις, ιδος, an aged woman, Aesch.

ShortDef

an aged woman

Debugging

Headword:
πρεσβῦτις
Headword (normalized):
πρεσβῦτις
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυτις
IDX:
27256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27288
Key:
presbu=tis

Data

{'content': 'πρεσβῦτις\n πρεσβῦτις, ιδος,\n an aged woman, Aesch.', 'key': 'presbu=tis'}