πρεσβυτέριον
πρεσβυτέριον
from πρέσβυς
πρεσβῠτέριον, or -εῖον, ου, τό,
a council of elders, NTest.
{
"content": "πρεσβυτέριον\n from πρέσβυς\n πρεσβῠτέριον, or -εῖον, ου, τό,\n a council of elders, NTest.",
"key": "presbute/rion"
}