Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρέσβειρα
πρέσβευμα
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβεύω
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
πρηγορεών
πρήθω
View word page
πρεσβυγενής
πρεσβυγενής πρεσβῠ-γενής, ές γίγνομαι eldest-born, first-born, Il., Eur. οἱ πρεσβυγενεῖς the senators, Plut.
ShortDef
eldest-born, first-born
Debugging
Headword:
πρεσβυγενής
Headword (normalized):
πρεσβυγενής
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυγενης
IDX:
27251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27283
Key:
presbugenh/s
Data
{'content': 'πρεσβυγενής\n πρεσβῠ-γενής, ές\n γίγνομαι\n eldest-born, first-born, Il., Eur.\n οἱ πρεσβυγενεῖς the senators, Plut.', 'key': 'presbugenh/s'}