Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρεσβεία
πρεσβεῖον
πρέσβειρα
πρέσβευμα
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβεύω
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρευμένεια
πρευμενής
πρεών
View word page
πρέσβος
πρέσβος πρέσβος, εος, τό, πρεσβύς an object of reverence, Aesch.; πρ. Ἀργείων august assembly of Argives, Aesch.
ShortDef
an object of reverence
Debugging
Headword:
πρέσβος
Headword (normalized):
πρέσβος
Headword (normalized/stripped):
πρεσβος
IDX:
27249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27281
Key:
pre/sbos
Data
{'content': 'πρέσβος\n πρέσβος, εος, τό,\n πρεσβύς\n an object of reverence, Aesch.; πρ. Ἀργείων august assembly of Argives, Aesch.', 'key': 'pre/sbos'}