Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίγραφος
View word page
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκακος ἀνέχομαι, κακόν enduring evil, forbearing, long-suffering, NTest., Luc.

ShortDef

enduring evil, forbearing, long-suffering

Debugging

Headword:
ἀνεξίκακος
Headword (normalized):
ἀνεξίκακος
Headword (normalized/stripped):
ανεξικακος
IDX:
2727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2728
Key:
a)neci/kakos

Data

{'content': 'ἀνεξίκακος\n ἀνέχομαι, κακόν\n enduring evil, forbearing, long-suffering, NTest., Luc.', 'key': 'a)neci/kakos'}