Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρεπόντως
πρεπτός
πρεπώδης
πρέπω
πρέσβα
πρεσβεία
πρεσβεῖον
πρέσβειρα
πρέσβευμα
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβεύω
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
View word page
πρεσβευτής
πρεσβευτής πρεσβευτής, οῦ, ὁ, πρεσβεύω an ambassador, Thuc., Plat., etc. an agent or commissioner, Dem.

ShortDef

an ambassador

Debugging

Headword:
πρεσβευτής
Headword (normalized):
πρεσβευτής
Headword (normalized/stripped):
πρεσβευτης
IDX:
27244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27276
Key:
presbeuth/s

Data

{'content': 'πρεσβευτής\n πρεσβευτής, οῦ, ὁ,\n πρεσβεύω\n an ambassador, Thuc., Plat., etc.\n an agent or commissioner, Dem.', 'key': 'presbeuth/s'}