Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋτένων
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεπόντως
πρεπτός
πρεπώδης
πρέπω
πρέσβα
πρεσβεία
πρεσβεῖον
πρέσβειρα
πρέσβευμα
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβεύω
πρεσβηΐς
View word page
πρεπώδης
πρεπώδης εἶδος fit, becoming, suitable, proper, Ar.; c. dat., Xen., etc.

ShortDef

fit, becoming, suitable, proper

Debugging

Headword:
πρεπώδης
Headword (normalized):
πρεπώδης
Headword (normalized/stripped):
πρεπωδης
IDX:
27236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27268
Key:
prepw/dhs

Data

{'content': 'πρεπώδης\n εἶδος\n fit, becoming, suitable, proper, Ar.; c. dat., Xen., etc.', 'key': 'prepw/dhs'}